- παρεκθλίβω
- παρεκ-θλίβω [pron. full] [ῑ],A jostle aside, Arist. Pr.932a13 ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεκθλίβω — Α σπρώχνω, σκουντώ στο πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκθλίβω «πιέζω, εξωθώ»] … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek